
Ήταν το πρώτο μας ραντεβού, μετά από τη γνωριμία μας στο πανηγύρι του χωριού. Ναι…Ξέρω ότι δεν είναι η καλύτερη περίσταση να γνωρίσεις κάποιον. Είναι όλοι οι συγγενείς, όλες οι κουτσομπόλες του χωριού και ένας χαμός από χορό και φαγοπότι. Καταφέραμε να γνωριστούμε. Τα βασικά, δηλαδή, όνομα, δουλειά κάνουμε και πως βρεθήκαμε στο πανήγυρι. Εμένα είναι το χωριό μου κι εσένα σε έφεραν για τον χαβαλέ. Χάρηκα που ήρθες, γιατί σε γνώρισα. Μου έστειλες να βγούμε μετά από δύο μέρες, αφού είχα χάσει τις ελπίδες μου. Συνεννοηθήκαμε με τέσσερα μηνύματα για την ώρα και το μέρος. Έγινε τόσο εύκολα! Πήγαμε για φαγητό και μετά για ποτό. Ήταν ωραία. Κύλησε η βραδιά αβίαστα και πολύ διασκεδαστικά, χωρίς να το καταλάβω.
-Μήπως να φύγουμε σιγά σιγά; Αύριο έχουμε και πρωινό ξύπνημα.
-Να μην κάτσουμε λίγο ακόμα;
-Πόσο λες;
-Πόσο λέω ή θέλω;
-Πόσο θες;
-Όλο το βράδυ είναι υπερβολή;
Δεν απάντησα, κολακεύτηκα και χαμογέλασα.
– Θα μου χαρίσεις άλλα δέκα λεπτά;
– Ε βέβαια!
Πέρασε μισή ώρα και η κουβέντα κυλούσε.
– Ώρα να φύγουμε; Είπα 10 λεπτά και πέρασε μισή ώρα.
– Δεν πειράζει! Είχα καλή παρέα!
– Ελπίζω να τα πούμε σύντομα.
Βγήκαμε προς την έξοδο για να χαιρετηθούμε.
– Ωχ ξέχασα τα κλειδιά μου!
Έφυγες, πήγες μέσα και ήρθες ξανά στην είσοδο!
– Είδες που τα ξαναείπαμε σύντομα;
Ατάκα από Μανώλη Π.