Πέμπτη Βράδυ, Πετράλωνα.

Ήταν μια πολύ δύσκολη εβδομάδα για εμένα. Πολύ άγχος, πολύ τρέξιμο με τη δουλειά και κάποια θέματα υγείας που με ταλαιπώρησαν. Αναρωτιέμαι γιατί να υπάρχουν τόσο πιεσμένες περίοδοι στη ζωή μου, που δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω και ποιο είναι πιο σημαντικό από το άλλο. Χάνομαι κι εγώ στο χάος που επικρατεί. Πιάνω και ξεκινάω να κάνω κάτι ,άλλα ξεφυτρώνουν δέκα άλλα πράγματα από το πουθενά.

-Ρε! Μην αγχώνεσαι! μου λέει η Αύρα.

Η Αύρα είναι κολλητή παιδιόθεν. Είμαστε μαζί από το νηπιαγωγείο. Όμως, η Αύρα δεν έχει μάθει ακόμα ότι το «Ρε! Μην αγχώνεσαι!» με εκνευρίζει μέχρι σήμερα που είμαι πλέον τριάντα. «Μη μου το λες, πριζώνω πιο πολύ, βρε Αύρα μου» της λέω. Μη με ρωτάς γιατί, αλλά δεν ξέρω και δε θα το λύσω τώρα το ψυχολογικό μου.

Είναι Πέμπτη και είμαι σκασμένη από όλα όσα τρέχουν γύρω μου και νιώθω κουρασμένη που εγώ τα ακολουθώ. Όταν συμβαίνουν όλα αυτά, θα βρεθεί πάντα κάτι για να γίνει το κερασάκι στην τούρτα του χάους και θα σε βγάλει σε άγνωστα μονοπάτια εκνευρισμού. Ήταν σήμερα να δω τον Παύλο. ο Παύλος είναι το αγόρι μου τον τελευταίο χρόνο.Μιλήσαμε το πρωί και είπαμε θα τα πούμε το βράδυ. Θα ερχόταν σπίτι μου, γιατί θα ήταν κέντρο κοντά στο σπίτι μου. Μου είπε οτι θα βγει με τα παιδιά απο την δουλειά. Πήγε οχτώ το βράδυ και δεν επικοινώνησε καθόλου. Εγώ ήμουν έτοιμη με καθαρό σπίτι, φαγητό, κεριά και όλα τα αρώματα του κόσμου για να έρθει ο Παύλος. Αποφάσισα ότι θέλω πολύ να νιώσω λίγο όμορφα και να περάσουμε μαζί αυτό το βράδυ αγκαλιά. Περνούσε η ώρα και τα κεριά άρχισαν να λιώνουν, το φαγητό μύριζε και μου είχε τρυπήσει το στομάχι περιμένοντας τον να φάμε παρέα, όταν στις εννιά χτύπησε το τηλέφωνο.

-Ρε Φαίδρα, δε θα έρθω… βγήκαμε με τα παιδιά από τη δουλειά και τα έχω πιει. Με έφερε ο Μάριος στο σπίτι. Καλ…

Δεν ξέρω τι του είπα από τα νεύρα μου. Δεν ξέρω πόσο φώναζα κι αν με άκουσε όλη η πολυκατοικία από τον πρώτο μέχρι τον πέμπτο. Έβγαλα ό,τι είχα και δεν είχα, για τον Παύλο, για τη δουλειά, για όλα. Του έκλεισα το τηλέφωνο. Έσπασα τα πιάτα που είχα βάλει στο τραπέζι για να φάμε κι έκλαιγα με αναφιλητά. Νομίζω εκτονώθηκα. Πήρα την Αύρα.

-Έλα! Είμαι σε ένα γλέντι στο κέντρο, δεν ακούω καλά.

Σιωπή. Ακούστηκαν μόνο τα αναφιλητά μου.

-Φαίδρα, μισό να πάω πιο πέρα.

Σιωπή.

-Φαίδρα, τι έγινε;

-Όλα έγιναν. Δεν αντέχω άλλο. Κουράστηκα. Μια ο Παύλος, μια η δουλειά…. Ρε δεν αντέχω άλλο…

-Φαίδρα, σε 10 λεπτά σου στέλνω ταξί να σε φέρει εδώ. Ετοιμάσου!

Έκλεισα το τηλέφωνο, έβαλα ό,τι βρήκα μπροστά μου και ήρθε το ταξί. Σε δέκα λεπτά η Αύρα μου έδωσε χαρτομάντιλο, με πήρε αγκαλιά και με τράβηξε από το χέρι.

-Πάμε να χορέψουμε ρε! Ζωάρα ρε!

-Ζωάρα ρε!

Χόρεψα, μέθυσα. Όταν έβαλα τα κλειδιά για να ανοίξω την εξώπόρτα της πολυκατοικίας, ο ήλιος είχε ήδη ξεμυτίσει.

Ο Παύλος μου έστειλε μήνυμα. Καλημέρα.

#atakaistoria #tsatsakimaria

Ατάκα απο τον Παύλο Κιουξής

Photo: Αγγελική Τσιλιφίδου, Ευχαριστώ πολύ! :)

Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μου ένα σχόλιο;

Θέλεις να διαβάσεις περισσότερες ιστορίες;

  • Είναι Κυριακή και σήμερα γίνομαι νονά. Είναι λίγο μεγάλη η βαφτιστήρα μου, αλλά πέντε χρόνια με τους κουμπάρους προτιμούσαμε να κανονίζουμε διακοπές από το να κανονίσουμε την βάφτιση. Κάθε Δεκέμβρη, εκεί στην αλλαγή του χρόνου λέγαμε : – Φέτος θα γίνει η βάφτιση! Κάθε χρόνο το λέγαμε, κάθε χρόνο βάζαμε ένα νέο προορισμό με την

  • – Μέλπω! Είμαι ερωτευμένη! -΄Ωπα! Τι δήλωση είναι αυτή! Λέγε! – Θυμάσαι τον Έκτορα; – Ναι παιδί μου! Που είχε έρθει στο χωριό πέρυσι το καλοκαίρι! – Ναι αυτόν! Τον είδα την προηγούμενη εβδομάδα στην παραλία που πήγαμε με τα παιδιά! Είναι εδώ στο χωριό και φέτος! – Αλήθεια; Λέγε Στέλλα! – Ναι σου λέω!

  • Ήθελα πολύ καιρό να πάω στην παράσταση ”Λευκές Νύχτες”. Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Βαρύ έργο. Ήταν και ο λόγος που δεν έβρισκα εύκολα παρέα να πάω. Τελικά, η Μαρία δέχτηκε να πάμε. Ένα βράδυ Πέμπτης μετά τη δουλειά πήγαμε για ένα ποτάκι και στη συνέχεια στο θέατρο. Ήμασταν τυχερές, γιατί μας βρήκαν θέση στην πρώτη σειρά. Δίπλα

  • Ήταν το πρώτο μας ραντεβού, μετά από τη γνωριμία μας στο πανηγύρι του χωριού. Ναι…Ξέρω ότι δεν είναι η καλύτερη περίσταση να γνωρίσεις κάποιον. Είναι όλοι οι συγγενείς, όλες οι κουτσομπόλες του χωριού και ένας χαμός από χορό και φαγοπότι. Καταφέραμε να γνωριστούμε. Τα βασικά, δηλαδή,  όνομα, δουλειά κάνουμε και πως βρεθήκαμε στο πανήγυρι.  Εμένα