
Σάββατο βράδυ στο χωριό.
Τέσσερις γυναίκες.
Το δωμάτιο έχει ένα τραπέζι και τέσσερις καρέκλες, ένα κρεβάτι νοσοκομείου με το μηχανισμό που ανεβαίνει και κατεβαίνει η πλάτη και μια σόμπα. Στον πολλάκις ασβεστωμένο τοίχο είναι κρεμασμένα κάδρα, ένα σε κάθε τοίχο, για να μη δείχνει άσπρος. Δυο από αυτά τα κάδρα είναι λίγο στραβά κρεμασμένα.
– Εγώ σου λέω ότι θα σε παντρέψουμε! της λέω.
– Άσε με μωρέ εγώ μεγάλωσα πια… ποιος θα με πάρει; λέει η Πολυδώρα
– Μιλιούνια οι γαμπροί ! λέει η Ανθή.
– Μα, αλήθεια τώρα θέλετε να την παντρέψετε; λέει η Μυρτώ.
– Εμείς θα σου κάνουμε το προξενιό και εγώ κουμπάρα! της λέω.
– Αφήστε με μωρέ ήσυχη την καψερή! Δε θέλω κανένα πάνω από το κεφάλι μου! λέει η Πολυδώρα.
– Μα ο αστυφύλακας σε καλοκοιτάζει! λέει η Ανθή.
– Αλήθεια; Την καλοκοιτάζει ο Αστυφύλακας; λέει η Μυρτώ.
– Βέβαια! Δεν το ήξερες Μυρτώ μου; της λέω εγώ.
– Μα αυτός είναι μεγάλος, θα πάρει σύνταξη! λέει η Μυρτώ.
– Γιατί Μυρτώ μου εγώ μικρή είμαι; λέει η Πολυδώρα.
– Συνταξιούχος με τα όλα της η Πολυδώρα μας! της λέω εγώ.
– Ε! Άντε! Τι κάθεστε να ετοιμαζόμαστε για το γάμο! λέει η Ανθή.
– Μα πρέπει να ζητήσουμε το γαμπρό από τη μάνα του! λέει η Μυρτώ.
Τα γέλια μας ακούγονταν μέχρι έξω στο δρόμο. Το δωμάτιο γέμισε από τα χαχανητά μας. Τα 2 τελευταία χρόνια η Μυρτώ είναι κατάκοιτη στο νοσοκομειακό κρεβάτι στο δωμάτιο της. Κάθε Σάββατο βράδυ της κάνουμε παρέα. Περνάει η ώρα.
Γελάμε πολύ. Ήρθε η ώρα να φύγουμε, επέστρεψε η γυναίκα που την προσέχει. Η Ανθή και η Πολυδώρα είχαν βγει κιόλας έξω.
– Παρακαλώ τη μοίρα μου κάποιος να τη σκοτώσει, για δεν μπορώ τα βάσανα αυτά που μου χει δώσει.
Δε μίλησα. Έκλεισα το φως. Tα μάτια μου δάκρυσαν.
– Καληνύχτα Μυρτώ μου.
Μαρία Τσατσάκη
#atakaistoria #tsatsakimaria
Photo: Βαγγέλης Γκαβαρίτης, Ευχαριστώ πολύ! :)