Καλοκαίρι στο χωρίο.


Τα καλοκαίρια μου τα περνούσα στο χωριό. Δίπλα στη θάλασσα. Δεν έχω καμία καλοκαιρινή παιδική ανάμνηση χωρίς τη θάλασσα και μακριά από το χωριό. Το πρόγραμμα κάθε μέρα ήταν σχεδόν το ίδιο. Η γιαγιά μας ξυπνούσε το πρωί κατά τις δέκα. Ποτέ δεν σηκωνόμασταν πιο νωρίς και το είχαμε συμφωνήσει, πριν τις δέκα θα ξυπνήσουμε μόνο όταν θα γίνει πόλεμος και έπρεπε να κατεβούμε στο υπόγειο να κρυφτούμε. Έτσι λέγαμε στη γιαγιά, γιατί μεγάλωσε στον πόλεμο και δεν μπορούσε να το καταλάβει διαφορετικά. Βεβαία μας ξυπνούσε κάποιες φορές για να πάμε στην εκκλησία.

-Ξυπνήστε παιδιά μου, είναι Μεγάλη Γιορτή, δεν κάνει να κοιμάστε.

Πάντα αναρωτιόμουν γιατί δεν κάνει; Τι θα πάθουμε αν δε πάμε; Πάντα της κάναμε το χατίρι και παραβιάζαμε την συμφωνία μας. Χαλάλι για τη γιαγιά μας. Εγώ και η αδερφή μου είχαμε αδυναμία στη γιαγιά μας και στον παππού μας, αλλά και στα καλοκαίρια στο χωριό και στη θάλασσα. . Όλα αυτά για εμένα ήταν ένα. Πάντα ένα χαμόγελο βγαίνει κάθε φορά που τα σκέφτομαι. Όμορφες αναμνήσεις που δε θα ξεχάσω ποτέ. Στην καρδιά. Αυτό. Όλα αυτά τα είπα για να πω τι κάναμε κάθε μέρα τα καλοκαίρια στο χωριό. Ξυπνούσαμε, λοιπόν, στις δέκα, μας η γιαγιά μας έφτιαχνε το πρωινό και τρώγαμε, παράλληλα ο παππούς τσιμπολογούσε κάτι και η γιαγιά φώναζε :

-Δεν κάνει εσύ να τρως ζάχαρη!

Τρώγαμε, φεύγαμε, παιχνίδι στη θάλασσα, φαγητό το μεσημέρι και το απόγευμα μέχρι το βράδυ παιχνίδι στην πλατεία. Εκείνη η μέρα, όμως, ήταν διαφορετική, όλα έγιναν ακριβώς εκτός από το βράδυ. Είχαν κανονίσει όλα τα παιδιά του χωριού να πάνε για βραδινό μπάνιο. Εμείς το είπαμε στη γιαγιά και στον παππού, αλλά η γιαγιά δε μας άφησε και ο παππούς δεν μίλησε. Εκείνο το απόγευμα ήταν διαφορετικό, γιατί θύμωσα με τη γιαγιά μου και κρατούσα μούτρα. Ήρθε στο δωμάτιο μου.

-Γιατί μου κρατάς μούτρα;

-Γιατί δε με αφήνεις να πάω για βραδινό μπάνιο με την αδερφή μου;

-Δεν μπορώ να σας αφήσω να πάτε βραδιάτικα για μπάνιο, έχω την ευθύνη σας.

-Άμα δε με αφήσεις να πάω δε θα ξαναφάω.

-Σου εξηγώ ότι δεν γίνεται…

-Δε με νοιάζει εγώ θέλω να πάω.

-Μη ξαναφάς. Είσαι τιμωρία.

Έφυγε και έκλεισε την πόρτα. Μπήκα και εγώ και η αδερφή μου τιμωρία.Το βράδυ έφτασε κι εγώ έκλαιγα. Ο παππούς με άκουσε, χτύπησε την πόρτα, μπήκε στο δωμάτιο μου και μου είπε να πάω στο σαλόνι. Ήταν εκεί η αδερφή μου και η γιαγιά μου μαζί με τον παππού.

-Πάμε για βραδινό μπανάκι;

-Αλήθεια παππού;

-Αλήθεια! Θα πάμε και θα έρθει και η γιαγιά σου.

Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που πήδηξα μέχρι το ταβάνι νομίζω! Αγκάλιασα τον παππού μου και μετά την γιαγιά μου. Πήγαμε όλοι μαζί παρέα για βραδινό μπανάκι κάτω από το φεγγάρι,  με όλους μας τους φίλους, με χορούς και μουσικές μέχρι να ξημερώσει. Πρώτη φορά η γιαγιά μας άφησε να  κοιμηθούμε μετά τις δέκα.


Μαρία Τσατσάκη

#atakaistoria #tsatsakimaria

Ατάκα από Έλενα Μαραλέτου !:)

Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μου ένα σχόλιο;

Θέλεις να διαβάσεις περισσότερες ιστορίες;

  • Βράδυ Σαββάτου. Ετοιμάζομαι για να βγω και κοιτάζοντας τον καθρέπτη μιλάω φωναχτά στο άδειο σπίτι: «Γιώργο, μου λείπουν τα σαββατόβραδα μας». Μπήκα στο αμάξι και με δυνατή μουσική έφτασα στο μπαράκι για τα γενέθλια της Ντίνας από το χορό. Πολλοί άγνωστοι γύρω μου, αλλά ήταν σαν να τους ήξερα όλους από καιρό. Τη μια στιγμή

  • Ήταν Ιανουάριος. Ήταν ο μήνας που θα μετακομίζαμε στο καινούργιο μας σπίτι. Ο Άγγελος μεγάλωσε στο σπίτι της γιαγιάς του, στο Μετς, το οποίο το λάτρευε. Ένα νεοκλασικό που κοσμούσε τον πεζόδρομο και ξεχώριζε για την ομορφιά του. Η γιαγιά του μας άφησε ξαφνικά, γιατί ήθελε να φύγει και να κάνει εντύπωση, όπως μας είχε

  • Αν έχω να θυμάμαι μια μέρα από τη ζωή μου, αυτή είναι η Παρασκευή 10 Νοέμβρη 2017.  Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Ήταν η μέρα ορόσημο. Είναι δυνατόν ένα email να φέρει την αλλαγή; Δεν το πίστευα, αλλά είναι δυνατόν. Είχα ξυπνήσει κατά τις 10.00 το πρωί μετά από ένα ξενύχτι με τους φίλους

  • Η συγκατοίκηση πάντα έχει ενδιαφέρον, ειδικά αν τη μοιράζεσαι με μια αγαπημένη σου φίλη. Είχαμε ξενυχτήσει το προηγούμενο  βράδυ μέχρι πρωίας. Η ώρα είχε περάσει και ήταν μια το μεσημέρι, αλλά τα φώτα και στα δύο υπνοδωμάτια του σπιτιού ήταν σβηστά. Κοιμόμασταν κι εγώ και η Δέσποινα. Σηκώθηκα κατά τις δύο και ένιωθα το στομάχι