Σάββατο ξημερώματα στο Λασίθι.
Όταν σε γνώρισα,ένιωσα ότι είσαι εσύ.
Ένιωσα ότι ήρθες στη ζωή μου για να μείνεις.
Αυτό με έκανε χαρούμενο.
Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που σε γνώρισα. Ήταν στο πανηγύρι του χωριού. Σπάνια πηγαίνω σε πανηγύρια, αλλά να που με είχαν ζαλίσει όλοι στην παρέα πάμε και πάμε, τελικά με έπεισαν. Καθίσαμε στο τραπέζι και η μουσική άρχισε. Δε χορεύω ποτέ, κάθομαι απλά και απολαμβάνω τη μουσική και όσους χορεύουν. Ήρθες και κάθισες απέναντι μας. Η βραδιά πέρασε και δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Προς το τέλος γίναμε όλοι μια παρέα και εγώ δεν κατάφερα να μάθω το όνομα σου. Λίγο πριν βγει ο ήλιος και όταν το γλέντι τελείωνε, είδα ότι ετοιμαζόσουν να φύγεις.
-Φεύγεις;
-Ναι, νομίζω είναι ώρα σε λίγο ξημερώνει…
-Καλά δεν περνάς;
-Πολύ ωραία, αλλά το γλέντι τελειώνει σιγά-σιγά…
-Τίποτα δεν μπορεί να σε κρατήσει λίγο παραπάνω;
-Δε νομίζω… καλύτερα να φεύγουμε σιγά- σιγά…
Πήρε τη τσάντα της και άρχισε να προχωράει. Σταματάει, γυρίζει με κοιτάει και μου λέει:
-Εσένα τι θα μπορούσε να σε κρατήσει;
-Νομίζω είσαι αρκετά έξυπνη για να με κρατήσεις.
Μου χαμογέλασε και ήπιαμε παρέα τον πρώτο μας καφέ δίπλα στη θάλασσα.
Μαρία Τσατσάκη
#atakaistoria #tsatsakimaria