Είναι πρώτο έτος. Είμαστε δεκαοχτώ χρονών. Η Αθήνα είναι μια άγνωστη πόλη που μας περιμένει να αφήσουμε την κάθε μας στιγμή, στο κάθε της μέρος. Μεγάλωσα στο Ηράκλειο της Κρήτης και η ζωή μου μετά τα δεκαοχτώ ένιωθα ότι θα είναι στην Αθήνα. Το ήξερα από πέντε χρονών, όταν με ρωτούσαν τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;
-Δεν ξέρω τι θα γίνω, αλλά θα μείνω στην Αθήνα.
Είναι από εκείνες τις βραδιές, που αφού έχουμε πάει το πρωί στη σχολή, το μεσημέρι μαζευόμαστε στο σπίτι του Μάνου για να φάμε. Ο καθένας φέρνει το πεσκέσι του για να κάνουμε ένα μεγάλο τραπέζι με όλα τα καλούδια, που μας έχουν στείλει η μαμάδες μας. Οι ελληνίδες μαμάδες έχουν μια κοψιά, πάντα στέλνουν τα καλούδια τους στα ξενιτεμένα τους παιδιά στην Αθήνα, έστω και αν η διαδρομή με το αεροπλάνο είναι μόλις σαράντα πέντε λεπτά. Ξενιτιά είναι σαράντα πέντε λεπτά απόσταση. Κατά τις εφτά, έχοντας ήδη σκάσει από το φαΐ και το γλυκό, πίναμε καφέ με τα μοσχομυρωδάτα μπισκότα από τον διπλανό φούρνο «cookieland» και τότε χτύπησε το τηλέφωνο του Μάνου. Ήταν ο μπαμπάς του, ο οποίος του είπε ότι στις οχτώ πρέπει να πάρει το αμάξι του από τον Πειραιά για να το πάει αύριο σε ένα συνεργείο. Ευκαιρία για περιπέτεια. Ήμασταν πέντε και χωρούσαμε ακριβώς για να πάμε να το πάρουμε όλοι μαζί παρέα. Φτάσαμε στον Πειραιά, πήραμε το αμάξι και η Μαρία είχε μια ιδέα.
-Παιδιά, δεν πάμε στον Λυκαβηττό;
Ο Μάνος δεν ήθελε πολύ και μας ανέβασε στον Λυκαβηττό. Ήταν η πρώτη φορά που είχαμε αμάξι όλοι μαζί. Φτάσαμε μετά από τις στροφές σαλιγκάρι, σε ένα επίπεδο σα μεγάλη αλάνα και παρκάραμε το αμάξι. Είχε και άλλα αμάξια, άλλα παρκαρισμένα και άλλα να τρέχουν σε κόντρες, για να αποδείξει ο ένας στον άλλο ποιο αμάξι μπορεί να αφήσει το μαύρο στίγμα από τις ρόδες του στην άσφαλτο. Κοιτάξαμε ψηλά και είδαμε μια εκκλησία και βρήκαμε τον δρόμο να την ανεβούμε. Σιγά σιγά, σε κάθε βήμα και σκαλί γινόταν μια μικρή αποκάλυψη της Αθήνας. Ήταν σαν ένα παζλ, που κάθε κομμάτι μου εμφανιζόταν αργά για να συμπληρώσει το προηγούμενο και να γεμίσει την εικόνα. Φτάσαμε στην κορυφή. Ολόκληρη η Αθήνα από ψηλά. Ήταν μεγάλη και το μάτι σου δεν χόρταινε να γεμίζει με φώτα όλων των ειδών, σε ευθείες γραμμές και τετράγωνα με κάποια κτίρια να ξεχωρίζουν από τα άλλα και στη μέση, η Ακρόπολη. Μια μαγικά όμορφη εικόνα, που στη νύχτα έβλεπες την Αθήνα από ψηλά. Πρώτη φορά στην κορυφή του Λυκαβηττού μέσα στην νύχτα, που όλα είναι πιο ήσυχα και πιο ρομαντικά, άρχιζε ο καθένας να εκφράζεται για τις εντυπώσεις του.
-Μα πόση ομορφιά σε αυτή την πόλη!
-Μα τι ωραία που είναι εδώ στον Vit (από το LikaVITos)!
-Μα τι ωραία είναι τελικά!
Μετά από τις γυναικείες αναφω εντυπώσεις, ακολούθησαν και οι ανδρικές:
-Μα δε σας μπορώ!
-Μα τι σας αρέσουν, τα τσιμέντα;
Ο Μάνος «ισοπέδωσε» με χιούμορ του εκείνη μας την στιγμή στο Λυκαβηττό, ο Κωνσταντίνος γελούσε με την καρδιά του και εμείς λέγαμε με ένα στόμα μια φωνή:
-Τι λες!
Ατάκα από τον Μάνο Κ.