
Η συγκατοίκηση πάντα έχει ενδιαφέρον, ειδικά αν τη μοιράζεσαι με μια αγαπημένη σου φίλη. Είχαμε ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ μέχρι πρωίας. Η ώρα είχε περάσει και ήταν μια το μεσημέρι, αλλά τα φώτα και στα δύο υπνοδωμάτια του σπιτιού ήταν σβηστά. Κοιμόμασταν κι εγώ και η Δέσποινα.
Σηκώθηκα κατά τις δύο και ένιωθα το στομάχι μου χάλια. Αποφάσισα να φτιάξω μακαρόνια. Έκλεισα την πόρτα από το δωμάτιο της Δέσποινας και του διαδρόμου για να μην την ξυπνήσω. Είχαμε πάντα τις κατσαρόλες πάνω στα μάτια της κουζίνας, έτσι για ντεκόρ για να μην φαίνεται η κουζίνα άδεια. Αυτή η εικόνα άρεσε και στις δύο μας χωρίς λόγο. Έβρασα το νερό και έβγαλα τα μακαρόνια. Είχαν μείνει μόνο βίδες. Πρέπει να πάμε super market γιατί έχουμε ξεμείνει. Έτοιμα τα μακαρόνια, έβαλα το τριμμένο τυράκι μου και πήγα στο δωμάτιο μου να φάω για να μην ξυπνήσει η Δέσποινα. Καθώς το πιάτο μου είχε αδειάσει από το τελευταίο ψίχουλο του τριμμένου τυριού, άκουσα φασαρία στο μπάνιο και κατάλαβα ότι ξύπνησε. Χτύπησε η πόρτα.
Έλα Δέσποινα!
Καλημέρα! Τι καλημέρα έχει πάει τρεις…!
-Καλημέρα, Καλησπέρα όλα τα ίδια είναι στις 3 το μεσημέρι! Έχω φτιάξει μακαρόνια!
-Τέλεια! Έχω μια πείνα!
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στο σαλόνι. Εκεί βρήκα τη Δέσποινα να έχει μπροστά της ένα πιάτο με μακαρόνια και τυρί από πάνω.
-Δέσποινα!
-Τι;
-Πού τα βρήκες αυτά τα μακαρόνια;
-Στην κατσαρόλα πάνω στο μάτι της κουζίνας.
-Δέσποινα εγώ έφτιαξα βίδες!
-Ε; Μα αυτά είναι φιογκάκια!
-Δέσποινα, εγώ βίδες έφτιαξα!
Τρέχουμε στην κουζίνα και ανοίγουμε όλες τις κατσαρόλες. Η πρώτη είναι άδεια και οι άλλες δύο έχουν η μία φιογκάκια και η άλλη βίδες.
-Ρε…εγώ την Πέμπτη είχα φτιάξει τα φιογκάκια και έμεινα εκεί!
Σκάσαμε στα γέλια και πετάξαμε τα φιογκάκια, τα οποία άρχιζαν να έχουν ένα απαλό «πρασινουλί» χρώμα της μούχλας.
-Μήπως να μην ξενυχτάμε τόσο;
-Μήπως να πετάμε τα μουχλιασμένα μακαρόνια;
Οι βίδες με μπόλικο τυρί ήταν έτοιμες.