Κυριακή απόγευμα σα Βριλήσσια.
Το βρήκα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, δίπλα στο καφέ της.
Αγαπημένε μου,
Γράφω αγαπημένε, αλλά ξέρεις ότι εννοώ αγάπη μου.
Ποτέ δε περίμενα ότι δε θα είχα τη δύναμη να σου μιλήσω. Εμείς πάντα τα λέγαμε όλα, αλλά αυτή τη φορά όλα είναι αλλιώς. Δε θα μπορούσα να σου μιλήσω και να σε κοιτάζω στα μάτια, γι΄ αυτό σου γράφω. Το ξέρω ότι ο τελευταίος χρόνο και για εμένα και για εσένα ήταν δύσκολος. Έχασα τον μπαμπά μου και τα έχασα όλα. Ένιωσα πιο μόνη από ποτέ. Χάθηκε η οικογένεια μου, αν και πότε δεν ένιωσα αυτό που λένε μαμά με μπαμπά και αδέρφια. Ο καημένος ο μπαμπάς μου έκανε ότι μπορούσε να μη μου λείψει η μαμά που ποτέ δε γνώρισα αλλά μπαμπάς είναι… Ήταν. Αδέρφια δε πρόλαβαν να μου κάνουν και εσύ έγινε ο αδερφός μου, ο φίλος μου και η οικογένεια μου. Το ξέρω ότι τα διαβάζεις όλα αυτά και δε καταλαβαίνεις, αλλά ούτε εγώ με καταλαβαίνω. Νιώθω περίεργα τον τελευταίο καιρό και το μόνο που θέλω είναι να φύγω. Νομίζω το ένιωθες και εσύ. Θέλω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την αγκαλιά σου που απάλυνε κάθε μου πληγή και για την στήριξη σου σε κάθε μου δύσκολη στιγμή. Ένα παράπονο έχω και απλά θέλω να στο πω. Ήθελα να ήσουν μαζί μου στην κηδεία του πατέρα μου. Ήθελα να ήσουν μόνο εκεί, αλλά δεν ήσουν. Πότε δε στο ζήτησα και έχεις τους λόγους σου που δεν ήσουν. Κηδείες είναι, δύσκολες στιγμές. Ήθελα μόνο να το πω. Θα φύγω γιατί ούτε εγώ δεν αντέχω τον εαυτό μου και συγχώρεσε με που δε κατάφερα να σε κοιτάζω στα μάτια, αλλά δεν μπορώ… Ξέρω ότι θα ήθελες να είσαι δίπλα μου, αλλά εγώ δεν… Πήρα όλα μου τα πράγματα και θα επικοινωνήσω μαζί σου όταν θα μπορώ.
Συγνώμη.
Με αγάπη,
Η αγάπη που ποτέ δε θα σε ξεχάσει.
Τα δάκρυα μου μούσκεψαν το χαρτί. Το γράμμα έφυγε από τα χέρια μου, έπεσε στο πάτωμα, κλείδωσα την πόρτα και έφυγα.
Μαρία Τσατσάκη
#atakaistoria #tsatsakimaria