
Παρασκευή απόγευμα στη Νέα Πεντέλη.
Σαν σήμερα. Σαν σήμερα έφυγες. Σαν σήμερα δεν ήρθα να σε χαιρετήσω. Δεν ήρθα από επιλογή. Σαν σήμερα ήταν που όλοι σε χαιρέτησαν, μα εγώ ακόμα δεν μπορώ. Δε σου άρεσε ποτέ το μαύρο χρώμα και έλεγες μόνο ένα λάκκο και λίγο χώμα, τίποτα άλλο. Δε φτάνει αυτό στην εποχή μας. Πρέπει να μπεις σε κουτί για να φύγεις από αυτόν κόσμο. Δεν ξέρω τι χρώμα είχε, ελπίζω όχι μαύρο.
Περπατάω στο σπίτι και κάθε γωνιά είναι ποτισμένη με μια ανάμνηση. Το μπαλκόνι μας πάντα πράσινο και το γιασεμί να μυρίζει καληνύχτα κάθε βράδυ που καθόμασταν παρέα λέγοντας μου ιστορίες. Το μπαλκόνι ήταν το αγαπημένο μου μέρος. Εκεί έμαθα ποδήλατο. Εκεί γινόμασταν μούσκεμα παίζοντας μπουγέλο. Με άφηνες να έχω το λάστιχο και να σε σκοτώνω στον δικό πόλεμο μας με νερό. Πάντα με άφηνες να νικάω.
-Πάντα να νιώθεις νικητής, έστω και αν έχεις χάσεις. Έτσι μου έλεγες.
Το μόνο που έχει μείνει τώρα στο μπαλκόνι είναι οι γλάστρες. Τα φυτά ξεράθηκαν.
Μπαίνω μέσα στο σαλόνι. Το τζάκι μας. Εγώ , εσύ και η μαμά με μια κουβέρτα αγκαλιά μπροστά από τη φωτιά να ψήνουμε κάστανα. Εσύ τα καθάριζες πάντα, ήσουν ο πιο δυνατός.
Μαύρο είναι πια το τζάκι έχει χρόνια να ανάψει. Μόνο η ανάμνηση της στιγμής έμεινε.
Πίσω από την τραπεζαρία το πιάνο μου. Το πιάνο μας, έτσι έλεγες.
Πάντα έλεγες ότι εγώ παίζω καλύτερα από εσένα.
-Θα παίξεις το αγαπημένο μας κομμάτι να χορέψω τη μαμά σου;
Δεν ήξερα να παίζω καλά, αλλά σου άρεσε να ακούς τα λάθη μου και χόρευες με αυτά. Θυμάμαι ότι δεν ήξερες να χορεύεις. Η μαμά σε πατούσε και εσύ έλεγες:
” Εεεέλα πάμε! ”
Πότε δε θα ξεχάσω αυτά τα βράδια που χορεύατε και εγώ έπαιζα στο πιάνο μας.
Ήρθε η ώρα να πάρω το πιάνο σπίτι μου. Τυλιγμένο και αγνώριστο από τα σελοφάν και τις ταινίες.
Προχωράω.
Μια κουζίνα γεμάτη με μυρωδάτα πρωινά. Ειδικά τα πρωινά της Κυριακής, μύριζε πάντα κέικ και τυρί λιωμένο. Πάντα μουσική από το πιάνο μας και ένα κέφι σαν κάθε Κυριακή να ήταν γιορτή.
Άδεια η κουζίνα. Η θεία αποφάσισε να πάρει όλα τα έπιπλα και τα κουζινικά. Εγώ πήρα μόνο τα αγαπημένα της μαμάς.
Το δωμάτιο μου. Πόσο μικρό μου φαίνεται πια. Ήταν ένα βράδυ που η μαμά είχε πάει στη γιαγιά και ήμασταν οι δύο μας σπίτι. Είχαμε δει μια ταινία στο βίντεο και είχα αποκοιμηθεί στον καναπέ. Με πηγές στο κρεβάτι μου. Τότε μου φαινόταν μεγάλο το κρεβάτι μου.
– Όταν φύγω δε θέλω τίποτα. Ένα λάκκο και λίγο χώμα από πάνω. Να έρχεσαι, να μου ανάβεις το καντηλάκι και να μου λες: “Μπαμπά, σ’ ευχαριστώ για όσα μου έδωσες”.
Έκανα ότι κοιμάμαι. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Σηκώθηκα και πήγα στο πιάνο. Έπαιξα το αγαπημένο σου κομμάτι, αυτό που καθόσουν στον καναπέ, και έκλεινες τα μάτια και μου έλεγες:
-Πάμε ξανά. Το λατρεύω αυτό το κομμάτι. Έτσι έλεγες.
Ήξερα ότι δεν είχες κοιμηθεί. Ήξερα ότι με άκουγες μέσα από το δωμάτιο. Δεν ήρθες αυτή τη φορά. Πήγα ξανά στο δωμάτιο μου, αγκάλιασα σφιχτά το μαξιλάρι μου, κοίταξα ψηλά το μαύρο ταβάνι και είπα ”Ευχαριστώ ”. Αποκοιμήθηκα.
Πολλά χρόνια το δωμάτιο μου έχει γίνει αποθήκη. Αποφάσισα να δώσω όλα τα έπιπλα και να κρατήσω μόνο την αγαπημένη βιβλιοθήκη της μαμάς. Περιφέρομαι στο άδειο σπίτι για να το αποχαιρετήσω. Είναι πιο εύκολο. Χτυπάει το κουδούνι.
-Ήρθαμε για να παραλάβουμε το πιάνο σας.
-Είναι έτοιμο.
-Δε θα αργήσουμε.
-Ευχαριστώ.
Το πιάνο μας έφυγε από το σπίτι μας. Κλείδωσα την πόρτα και μπήκα στο αμάξι. Έφτασα. Με δυσκολία άνοιξα τη μαύρη καγκελόπορτα και μπήκα στο νεκροταφείο. Σαν σήμερα.
-Μπαμπά, σ’ ευχαριστώ.
Στην έλλειψη βρίσκεται η παρουσία σου.
Μαρία Τσατσάκη
#atakaistoria #tsatsakimaria
Ατάκα από τον Μελαχρινό Βελέντζα! :)