Σάββατο βράδυ, Βερολίνο.
Ήταν οι πρώτες μου μέρες στη Γερμανία, Βερολίνο για την ακρίβεια. Νέα αρχή, νέα ζωή. Πάνε τα παλιά, έφυγαν την ώρα που απογειώνουν από την Αθήνα. Την πρώτη εβδομαδα θα εμένα στη φίλη μου, τη Βίλμα, μέχρι να πάω στο σπίτι που είχα κλείσει. Neukölln λεγόταν η περιοχή. Έφτασα Παρασκευή βράδυ. Ήμουν πολύ κουρασμένη. Mόλις πάτησα το πόδι μου κοιμήθηκα έως το μεσημέρι της επόμενης μέρας . Ίσως ήταν περισσότερο ψυχολογική κούραση. Ήταν δύσκολη η απόφαση να αφήσω τη χώρα μου στα “σχεδόν τριάντα”. Ξύπνησα το επόμενο μεσημέρι και η Βίλμα είχε ήδη φτιάξει μεσημεριάνο φαγητό, , γιατί ο ύπνος μου προσπέρασε το πρωινό. Αισθάνθηκα ζεστασιά στο σπίτι της, παρόλο που ήμουν μακριά από το δικό μου σπίτι.
-Κοριτσάκι μου, θα φάμε παρέα και κατά τις έξι θα πάμε σε ένα πάρτυ ενός φίλου μου! Έχει γενέθλια και μας έχει καλέσει!
-Βίλμα, νομίζω… Δεν είμαι σε φάση… Να βγω και να δω κόσμο…
-Τώρα δεν είσαι σε φάση αλλά στις έξι θα είσαι! Θα είναι όλη η παρέα και θα περάσουμε ωραία! Είδες έκανα και στιχάκι για πάρτη σου!
Χαμογέλασα και της έγνεψα ένα γλυκό ναι. Στη Βίλμα δεν μπορείς να πεις ποτέ όχι, έχει πάντα τον τρόπο της. Φτάσαμε στο πάρτυ και θυμήθηκα τα φοιτητικά μου χρόνια. Άγνωστος κόσμος σε ένα σπίτι, να γνωρίζεται να μιλάει , να γελάει να πίνει, να τρώει, να χορεύει. Ξύπνησε μέσα μου η χαρά! Βγήκα στο μπαλκόνι που ήταν η Βίλμα μαζί με τρία παιδιά, αλλά στη γωνία του μπαλκονιού σε είδα να καπνίζεις μόνος σου. Με μαγνήτισες και μια φωνή βγήκε από μέσα μου:
” Επιτέλους ήρθες. Εσένα περίμενα. ”
Έμεινε το βλέμμα μου να σε κοιτάει και τα μάτια σου να διαπερνούν κάθε πτυχή μου. Ξανθό μαλλί, σπιρτόζο βλέμμα, στυλ που σκοτώνει. Νομίζω σταμάτησε για λίγο ο χρόνος και ήρθες μπροστά μου. Με ρώτησες το όνομα μου κι εγώ το δικό σου. Εκείνη τη στιγμή ξεπήδησε ένας χείμαρρος συζήτησης, που δύσκολα θα σταματούσε κάποιος την ορμή του. Ορμή έλξης . Ορμή αμοιβαίας ταύτισης. Ορμή κοινή. Ορμή αβίαστη. Πόσο γελάσαμε μαζί εκείνο το βράδυ. Ήταν η πρώτη μέρα μου μακριά από την παλιά μου ζωή κι εγώ ένιωθα τόσο ευτυχισμένη. Μόνο γιατί ήμουν κοντά σου. Εσύ κι εγώ. Μιλούσαμε και ταυτόχρονα μιλούσαν τα μάτια και οι ψυχές μας. Είχε πάει πλέον δύο το ξημέρωμα και η Βίλμα μου έκανε σήμα να φύγουμε. Το κατάλαβες, με κοίταξες στα μάτια και μου είπες:
”Δεν πας πουθενά . Τώρα ξεκινάμε. Τώρα είναι η ώρα να σε ξεναγήσω στο μαγευτικό Neukölln!”
Η Βίλμα έφυγε κι εμείς φύγαμε μαζί. Ξεκινήσαμε να περπατάμε και το παγωμένο αεράκι του φθινοπώρου ξυπνούσε κάθε βήμα της εξερεύνησής μας. Μπήκαμε στο πρώτο μπαρ για να μην κρυώνουμε. Ήπιαμε την πρώτη μπύρα γελάσαμε πολύ και μου έπιασες το χέρι. Φύγαμε και πήγαμε στο δεύτερο μπαρ. Ήπιαμε τη δεύτερη μπύρα και βγήκαμε αγκαλιά. Ήταν, μάλλον (και να μην βάλεις το μάλλον καθόλου), η βραδιά για να δω όλα τα μπαρ της γειτονιάς. Ξενάγηση. Μπήκαμε στο τρίτο μπαρ και είχε πάει πλέον έξι πάρα το πρωί. Βγήκαμε έξω και κοντοσταθήκαμε στην πόρτα. Μου χάιδεψες τα μαλλιά και τα χέρια σου έφτασαν στα παγωμένα μάγουλα μου. Με κοίταξες με αυτό το διαπεραστικό βλέμμα σου και με φίλησες.
-Είσαι το νουμεράκι μου, μου είπες.
Το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιά. Μου ζήτησες να φύγω. Για σένα είμαι ένα νουμεράκι στη λίστα σου, αλλά για εμένα είσαι το κομμάτι που κουμπώνω. Είσαι το νουμεράκι μου που πάντα θα θυμάμαι με νοσταλγία. Έμεινε η στιγμή, αλλά έφυγε η νοσταλγία.
#atakaistoria #tsatsakimaria
Ατάκα απο την Ηρώ!