
Σάββατο βράδυ, Γκύζη.
Πέρασαν κιόλας δύο χρόνια. Δύο χρόνια που όλα άλλαξαν εν μια νυκτί. Ήταν η κανονική ζωή και η ζωή με την πανδημία. Τη μια μέρα ελεύθερος και ξαφνικά την άλλη κλεισμένος σ’ ένα διαμέρισμα στου Γκύζη 50 τμ, να δουλεύεις, να τρως, να κοιμάσαι και ξανά το ίδιο. Να βλέπεις τον ίδιο τοίχο κάθε πρωί που ξυπνάς, την ίδια θέα από το παράθυρο μόλις ανοίγεις τα μάτια σου, να ακούς τις ίδιες φωνές από τον ακάλυπτο φτιάχνοντας τον καφέ σου. Ίδια ρουτίνα. Δουλειά στις εννιά και φτάνει εννιά το βράδυ για να κλείσεις, μια που δεν έχεις τίποτα άλλο να κάνεις. Σπίτι, σπίτι και ξανά σπίτι.
Ίσως, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να χωρίσουμε με την Φαίδρα. Είχε περάσει ένας μήνας και δε μιλούσαμε πια. Θα ήθελα να μάθω τι κάνει, αλλά χωρίσαμε και είπαμε να μην ξαναμιλήσουμε. Δεν ξέρω αν ήθελα να με πάρει τηλέφωνο να δει τι κάνω. Αν συνέβαινε αυτό, δεν ξέρω πως θα ένιωθα αντικρίζοντας το όνομα της στο κινητό μου. Μια πληγή, ακόμα, μέσα στην ρουτίνα της εσώκλειστης ζωής μου. Τώρα πια έχω χρόνο να σκέφτομαι και να μετράω τις πληγές μου για τα τελευταία τριάντα εννέα χρόνια. Δε θυμάμαι να με κατακλύζει κάποια κρίση ηλικίας μέχρι σήμερα, όμως η πανδημία ήταν μάλλον η αφορμή.
Τελείωνα τη δουλειά μου στις εννιά και είχα χρόνο να σκεφτώ όλη μου τη ζωή από την μέρα που θυμάμαι. Πολλές στιγμές ξεχασμένες. Άδειος χρόνος που μπορείς να τον γεμίσεις με στιγμές από το παρελθόν. Είχα τη δουλεία και μετά όσο άντεχα κάθε μέρα άνοιγα το ντουλάπι των αναμνήσεων. Εκεί πετούσα όλα αυτά τα χρόνια ό,τι ήθελα να κρατήσω για να θυμάμαι. Ήταν ένα φύλλο ντουλάπας από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα. Άναρχα πεταμένα χαρτιά, φωτογραφίες, ρούχα και μικροπράγματα από διακοπές, αξέχαστες βραδιές και γράμματα. Βρήκα γράμματα από το δημοτικό με το πρώτο μου κορίτσι μέχρι τη Φαίδρα. Κάθε πράγμα μου θύμιζε κάτι. Ζούσα ξανά την ζωή που είχε αποθηκευτεί στην ντουλάπα. Στιγμές που ήμουν ευτυχισμένος, ανέμελος, μεθυσμένος, στιγμές που με πόνεσα, πληγές που άνοιξαν μα έκλεισαν, πληγές που είχα ξεχάσει. Πέρασαν δύο χρόνια κι εγώ έζησα ξανά τριάντα πέντε χρόνια στο παρελθόν. Το παρόν πάγωσε και μόνο τον τελευταίο μήνα άρχισα σιγά σιγά να έχω μια αίσθηση από την παλιά μου ζωή. Έτσι για λίγο. Είναι Παρασκευή και θέλω να βγω για ποτό, αλλά οι δύο κολλητοί μου λείπουν σε ταξίδι με τη δουλειά. Αποφάσισα να βγω μόνος μου. Πριν την πανδημία ποτέ δε θα έβγαινα για ποτό μόνος μου. Σήμερα όμως είχα ανάγκη να βγω. Πήγα στο bar της γειτονιάς που πηγαίναμε με την Φαίδρα, όταν δεν είχαμε όρεξη για πιο μακριά.
Μπήκα μέσα και ήταν λες κι έμπαινα πρώτη φορά. Ο barman με θυμόταν και μου έγνεψε ένα γεια. Κάθομαι πάντα στο τέλος της μπάρας προς το παράθυρο. Σήμερα ήταν κατειλημμένη και έκατσα στην άλλη άκρη της μπάρας.
-Τι κάνεις ρε φίλε; Χρόνια ε;
-Δυο χρόνια φίλε…
-Αρρώστια ρε φίλε…
-Κυριολεκτικά! Δύο χρόνια…αρρώστια…
-Άλλαξες θέση;
-Ναι, αν και δε θα ήθελα.
-Το ξέρω, η θέση σου είναι εκεί δίπλα στο παράθυρο!
-Το θυμάσαι ε;
-Ε! κάποια πράγματα δεν αλλάζουν!
-Μα αλλάξαμε εμείς. Ένα από τα γνωστά. Αν θυμάσαι ένα τζιν με…
-Θυμάμαι. Καλώς όρισες.
-Καλώς σας βρήκα, επιτέλους ξανά.
Δε με ρώτησε για την Φαίδρα, μάλλον κατάλαβε. Είχε κόσμο και μια μεγάλη παρέα που μια κοπέλα είχε γενέθλια. Ήμουν στο τρίτο ποτό. Όλο το μαγαζί χόρευε, ενώ εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να σηκωθώ και να πάω σπίτι. Πληρώνω , βάζω μπουφάν. Πλησιάζω στην πόρτα και εκείνη την ώρα μπαίνει η Φαίδρα με την Κέλλυ.
-Γεια. Μου λέει και πρώτη φορά ένιωθα ότι δεν ξέρω να μιλάω.
-Γεια. Της λέω, λες και ήταν η πρώτη φορά που κάποια γράμματα μπήκαν σε σειρά και βγήκαν από μέσα μου. Πρωτόγνωρο.
-Τι κάνεις;
-Είμαι γεμάτος πληγές, αλλά στέκομαι όρθιος.
Ήθελα να φύγω κι έφυγα, χωρίς να κοιτάξω πίσω.
#atakaistoria #tsatsakimaria
Ατάκα απο τον Γιάνγκο Πλατή!